< ἀποκολυμβάω
ἀποκομιδή >
ἀποκομάω
perder el pelo
en perf.
quedarse calvo
c. ac. de rel.
τὸν κόννον καὶ τὴν κορυφαίαν ἀποκεκομηκώς
Luc.
Lex
.5.