< ἀποκολοκύντωσις
ἀποκολπόομαι >
ἀποκολούω
cortar
τοὺς πόδας
Hp.
Nat.Mul
.8, cf. Hsch.s.u.
ἀποσκόλυπτε
,
AB
435
•
fig.
detener
en tm.
ἄνην
Call.
Iou
.90.