ἀποκοιμάομαι
1 dormir fuera de casa
νύκτα ἀποκοιμηθείςPl.Lg.762c,
ἐν ΛακεδαίμονιEup.208
•fig. estar apartado de
τὴν ἀποκεκοιμημένην ἀπὸ τῆς ... πίστεως διάνοιανEus.HE 5.16.9.
2 descabezar un sueño, dormir de tropas en servicio
τῆς νυκτὸς οὐδὲν ἀποκοιμηθέντεςHdt.8.76,
μέρος τῆς νυκτός ἀ.Plb.3.79.10, cf. Ar.V.213, X.Cyr.2.4.22
•en gener. quedarse dormido, dormirse
τὸν οἶνον πεφαρμακωμένον πιόντες ἀπεκοιμήθησανPolyaen.8.23.1
•fig. morirse
οὗτοι εὐθανατοῦσιν ἐκ ... ἀποπληξίας ἀποκοιμηθέντεςVett.Val.126.28.