ἀποκνίζω
1 cortar
τὸ ἄνθοςThphr.HP 6.8.2, de unos pececillos
τούτων ... τὰ κρανίαSotad.Com.1.23,
τὴν κεφαλήνLXX Le.1.15,
κηφῆνος πτερόνArist.HA 554b5,
καρπούςCyr.Al.M.71.541C
•arrancar
ἀπόκνισον αὐτῶν τὰ ὄμματα ἵνα μὴ βλέπωσινTDA 242.57 (Cartago III d.C.)
•quitar, prescindir de
εὐξύνετον γράμμαSB 8026.47.
2 pelar
μώλυζαν σκορόδουHp.Steril.214.
3 c. gen. morder, mordisquear
τοῦ δελέατοςPlu.2.977b
•c. ἀπό y gen. picotear de unas palomas
ἀπὸ τῶν τυρῶνD.S.2.4.