ἀποκναίω
• Alolema(s): át. ἀποκνάω Pl.Phlb.26b (var.)
• Morfología: [aor. ἀπέκναισα Pl.R.406b]


I 1arrancar la piel ἀποκναίσειεν ἂν κἂν ὁστισοῦν μου λαβόμενος τοῦ δέρματος Antiph.245
despedazar ἕλκοντε τοὺς πλωτῆρας ἂν ἀπεκναίετε Ar.Ec.1087.

2 proteger τοὺς ὀφθαλμοὺς τῷ φωτί Bas.Sel.Or.M.85.136C.

II fig.

1 atormentar, afligir, inquietar ἑαυτόν Pl.R.406b, σύ μ' ἀποκναίεις περιπατῶν Men.Mis.Fr.3, ἀ. γὰρ ἀηδίᾳ δήπου καὶ ἀναισθησίᾳ D.21.153, cf. Call.Fr.177.13
aburrir τοὺς ἀκούοντας ἀηδίᾳ καὶ κόρῳ D.H.Dem.20, λέγοντες ἀποκναίουσιν Plu.2.961c
hacer aburrido, tedioso τὸ ἀεὶ κατατείνειν τοῖς πόνοις ἀποκναίειν ποιεῖ Chrys.M.53.91, cf. D.C.73.17.2.

2 perjudicar καὶ σὺ μὲν ἀποκναῖσαι φῇς αὐτήν (νόμον καὶ τάξιν), ἐγὼ δὲ τοὐναντίον ... λέγω Pl.Phlb.26b
arruinar αὐτοὶ δὲ ἀποκναιόμενοι ... εἰσφοραῖς X.HG 6.2.1.

III (cf. ἀποκνέω) vacilar ἐπὶ τὸν ... ἐφορμῆσαι πόλεμον Eus.HE 8.4.4.