ἀποκλίνω
• Prosodia: [-ῑ-]
• Morfología: [aor. pas. -εκλίνθην Theoc.3.38]
I tr.
1 apartar, desviar
ὑποκρίνασθαι ὄνειρον ἄλλῃ ἀποκλίνονταinterpretar un sueño dándole otro sentido, Od.19.556,
αὐγήνSor.76.15
•fig.
τὴν διάνοιανSimp.in Ph.1164.39.
2 inclinar
αὐχέναStesich.15.2.14S.,
τὴν κεφαλήνPlu.2.760a,
ἀποκλίνασα καρήαταCall.Del.236, en v. med. Call.Del.209 (tm.)
•volcar, derramar en v. pas.
ἐλαίου δ' ἀποκλιθῆναι μὲν κεράμιονD.55.24, cf. Plu.Galb.27.
3 c. ac. y εἰς y ac. llevar
εἰς αὖλιν ... βοῦςh.Ven.168,
τὴν κιβωτὸν ... εἰς οἶκονLXX 2Re.6.10.
II intr.
1 c. gen. caer
στέφανον ἀποκλίνοντα τῆς κεφαλῆςPhilostr.Im.1.14
•abs. salirse del camino X.An.2.2.16, JHS 74.98E.19 (Cauno I d.C.), Theoc.7.130
•desaparecer S.OT 1192.
2 c. prep. πρός, εἰς, ἐπί, παρά y ac. marchar, dirigirse
τὸ πρὸς τὴν ἠῶ ἀποκλίνοντιlocución adv. para el que gira en dirección a la aurora e.d. al este Hdt.4.22
•desviarse
πρὸς τὴν νότιον παραλίανStr.3.3.1,
ἐφ' ἕτερον μέροςPlb.12.4.12
•tender, inclinarse a
πρὸς θηριώδη ... φύσινPl.Plt.309e,
ἐπὶ δὲ θυμοειδεῖς τε καὶ ἁπλουστέρους (ἄνδρας) ἀποκλίνεινPl.R.547e,
εἴς τινα τέχνηνPl.Lg.847a,
πρὸς τὸ κόσμιονPl.Lg.802e,
ἐπὶ τὸ ῥαθυμεῖνD.1.13,
πρὸς τὰς ἡδονάςArist.EN 1121b10,
πρὸς τὴν δημοκρατίανArist.Pol.1293b35,
πρὸς τὴν ὀλιγαρχίανArist.Pol.1307a15
•estar bien dispuesto
πρὸς Κερσοβλέπτην δ' ἀποκλίνειν ὑμᾶςD.23.105, cf. Plu.2.143b
•inclinarse, tomar el partido de
ἐπὶ τὰς ἐκείνου τύχαςIsoc.4.163
•estar inclinado, estar orientado de las vértebras
παρὰ σπονδύλους καὶ πλευράςHp.Oss.10, de regiones
πρὸς τὰς ἄρκτουςPlb.3.47.2,
τὰ πρὸς τὴν Γελῴαν ἀποκεκλιμέναD.S.13.89.
3 en v. med. declinar, disminuir del día, etc.,
ἀποκλινομένης δὲ τῆς μεσαμβρίηςHdt.3.104, 114,
ἡμέραHdt.4.181
•disminuir
ἡ αἴσθησις τοῦ ... ἅπτεσθαιPorph.Abst.2.31.
4 en astr. entrar en el ἀπόκλιμα de los planetas, Plot.2.3.1, Ptol.Tetr.3.5.6.
III gram. regir un caso diferente
οὐδὲ αἱ μετοχαὶ τὸ τοιοῦτον ἀποκλίνουσινA.D.Synt.301.20.