< ἀποκίρσωσις
ἀπόκιστα >
ἀποκισσόομαι
• Alolema(s):
át.
-ττοῦμαι
1
convertirse en hiedra
μὴ ἀποκιττοῦσθαι τῇ φύσει τὴν ἕλικα
Thphr.
HP
3.18.7.
2
perder la corona de hiedra
,
IG
2
2
.3114.7 (I d.C.).