ἀποκισσόομαι
• Alolema(s): át. -ττοῦμαι


1 convertirse en hiedra μὴ ἀποκιττοῦσθαι τῇ φύσει τὴν ἕλικα Thphr.HP 3.18.7.

2 perder la corona de hiedra, IG 22.3114.7 (I d.C.).