< ἀποκερδαίνω
†ἀπόκετον· >
ἀποκερμᾰτίζω
1
despedazar
,
dividir
fig.
εἰς ἑαυτὰς τὴν ὅλην
del alma
, Porph.
Sent
.37.
2
deshacer
,
disipar
(τὸν βίον)
AP
7.607 (Pall.).