ἀποκενόω
1 en v. med.-pas. quedar vacío
ἐν τοῖς ἀποκενουμένοις ἀγγείοιςArist.Fr.224,
ὥστ' ἢν μὲν ἀποκενῶται τοῦ αἵματος ἡ γυνήHp.Nat.Puer.15,
ἡ ὑστέρα ἀποκενοῦται καθαιρουμένη κυήσειClem.Al.Paed.2.10.92.
2 en v. act. esquilmar
ἐὰν ἔχῃς, συμβιώσεταί σοι καὶ ἀποκενώσει σεLXX Si.13.5
•evacuar
τοὺς πόδας eufemismo por τὴν γαστέραLXX Id.3.24B
•aligerar, vaciar ref. al agua, Hierocl.Facet.113
•eliminar
γυμνασίοις τὸ περιττόνSor.18.1,
ἐμετοῖς ἀποκενῶσαι τὴν νοσοποιὸν ὕληνBasil.M.29.477B.