< ἀποκεκινδυνευμένως
ἀποκεκομμένως >
ἀποκεκληρωμένως
adv. sobre el part. perf. de ἀποκληρόω
tajante
,
específicamente
οὐ γὰρ ἀ. τοὺς ἰδιώτας ἐκάλει καὶ τοὺς σοφοὺς ἠφίει
Chrys.M.61.39.