ἀποκαίω
• Alolema(s): át. -κάω X.Mem.1.2.54, Plu.2.1120e
• Morfología: [aor. ind. ἀπέκαυσα D.25.95, Philippid.25.4, opt. ἀποκήαι Il.21.336 (tm.)]
I tr., en v. act.
1 quemar, calcinar
ἀποκάεται ... ὑπὸ θερμοῦArist.Pr.874b37, en v. pas.
ὁρῶσα σάρκας τέκνων ἀποκαιομέναςLXX 4Ma.15.20
•abs. act., Dsc.5.125.
2 quemar por frío intenso, helar
θύελλαν, ἥ κεν ἀπὸ Τρώων κεφαλὰς ... κήαιIl.21.336,
ἀπέκαυσεν ἡ πάχνη τὰς ἀμπέλουςPhilippid.l.c.,
ἄνεμος βορρᾶς ... ἀποκαίων πάνταX.An.4.5.3,
ἀποκάει τὰ ψυχράThphr.CP 2.3.1
•en v. med. helarse
ῥῖνες ἀπεκαίοντο καὶ ὦταX.An.7.4.3, cf. Plu.2.1120e.
3 medic. cauterizar
τὰς φλέβας κύκλῳ ἀποκαῦσαιHp.Aff.2, cf. Loc.Hom.13
•abs., Hp.Epid.6.6.6, cf. X.Mem.1.2.54, D.25.95.
II intr., en v. med. arder
ἀφ' οὗ πρῶτον ἀποκαιομένου τὴν τῶν ἀστέρων εἶναι φύσινHippol.Haer.1.9 (= Archel.Phil.A 4.11).