ἀποκατατίθημι
• Morfología: [aor. med. ἀποκάτθετο A.R.3.817, 1287, imperat. ἀποκάτθεο Nonn.D.45.67]
apartarse, dejar a un lado, quitarse
κυνέην δ' ἀποκάτθετοA.R.3.1287,
ἀποκάτθεο κισσὸν ἐθείρηςNonn.D.45.67
•c. ac. y gen.
καὶ τὴν μέν ῥα πάλιν σφετέρων ἀποκάτθετο γούνωνy apartó de nuevo ésta (la caja) de sus rodillas A.R.3.817
•abs.
ἐπανελθ[ὼ]ν πάλιν εἰς τὸν ἴδι[ον τόπον] ἀποκαταθοῦPOxy.2554.3.12 (III d.C.).