< ἀποκαραδοκέω
ἀποκαρατομέω >
ἀποκαραδοκία
,
-ας, ἡ
espera
c. gen. subjet.
τῆς κτίσεως
Ep.Rom
.8.19, cf. Hsch.
•
abs.
expectación
,
Ep.Phil
.1.20, cf.
Et.Gud
.171.14.