< ἀποκαλυπτέος
ἀποκαλύπτω >
ἀποκαλυπτικός
,
-όν
revelador
,
iluminador
λόγος
Clem.Al.
Paed
.1.1.2,
πνεῦμα
Gr.Naz.M.36.168A.