ἀποικτίζομαι
quejarse de c. gen.
πρὸς τὸν πατέρα ἀποικτίζετο τῶν ... ἤντησεHdt.1.114, c. ac.
ἀπῳκτίζετο ... τὸν ... τῆς πόλεως ἐμπρησμόνMemn.39.2.
πρὸς τὸν πατέρα ἀποικτίζετο τῶν ... ἤντησεHdt.1.114, c. ac.
ἀπῳκτίζετο ... τὸν ... τῆς πόλεως ἐμπρησμόνMemn.39.2.