< ἀποικονομητέον
ἀποικονομία >
ἀποικονόμητος
,
-ον
que ha de ser rechazado
ὅτι παντὶ τρόπῳ ἀ. ἐστίν (
sc
. τὸ κακόν)
Arr.
Epict
.4.1.44.