ἀποθύω
hacer una ofrenda abs.
κἄπειτ' ἀπέθυσας, ὦ πόνηρε παίδωνAlc.306Ab24-25
•ofrendar c. ac.
χιμαίραςX.An.3.2.12,
ἡγεμόσυναX.An.4.8.25,
τῶν ἑκατὸν ταλάντων τῷ θεῷ ἐν Δελφοῖς δεκάτην ἀποθῦσαιX.Ages.1.34, cf. SB 10075.69, Plu.2.862b,
τὰ ἱερὰ ... ὑπὲρ τῶν πρυτάνε[ωνIG 22.1749.72 (IV a.C.), cf. Artem.5.2,
εὐχήνDiph.43.10,
τὰ ἴατραIG 42.121.45 (Epidauro IV a.C.).