ἀποθύμιος, -ον
• Prosodia: [-ῡ-]
• Morfología: [jón. fem. -ίη Semon.8.35]
odioso, desagradable c. dat.
Νυκτὶ θοῇ ἀποθύμιαIl.14.261,
πᾶσι ... ἀποθυμίηSemon.8.35,
μή μοί τι τέκνοις ἀποθύμιον ἕρπῃMosch.4.93,
ἔποςHes.Op.710,
οὐδέ τι ἀποθύμιον ποιῆσαιHdt.7.168,
οὐδ' ἔστιν ὅπως ἀποθύμια ῥέξωCall.Del.245,
οὐ γὰρ ἀποθύμιον ἔχω τὸν πόθονAristaenet.2.21.28.