ἀποθυρόω
1 desencajar la puerta
ἀποθυρώσας ταῦτα τὰ ... γενήματα ... ἀπηνέγκατοBGU 1858.8 (I a.C.).
2
ἀποθυρούμενος· ἀποκεκλεισμένοςHsch.
ἀποθυρώσας ταῦτα τὰ ... γενήματα ... ἀπηνέγκατοBGU 1858.8 (I a.C.).
ἀποθυρούμενος· ἀποκεκλεισμένοςHsch.