< ἀποθρυόομαι
ἀποθρῴσκω >
ἀποθρύπτω
deshacer
,
desmoronar
γωνίας ἀπέθρυπτε πύργων
I.
BI
3.243
•
fig.
desmoralizar
τὰς ψυχὰς συγκεκλασμένοι τε καὶ ἀποτεθρυμμένοι
Pl.
R
.495C.