ἀποθρίζω


1 cortar τρίχας E.Or.128, cf. Hel.1188, Procop.Pers.1.17.15, τὰ γονῆος ἀπέθρισε de Cronos, Call.Fr.43.70, de un pez ἀλλὰ ὠθεῖται τὴν ὁρμιὰν ἀποθρίσαι διψῶν Ael.NA 1.5, λόγχην, ἧς ἀπέθρισε χρόνος ἀκμήν AP 6.107 (Phil.), οὐ γὰρ ἔγωγε τὴν Φιλομηλείην γλῶσσαν ἀπεθρισάμην AP 5.237 (Agath.), σὴν κεφαλήν AP 7.204 (Agath.), τι ... τῶνδε (de frutos) AP 16.255
en v. med. ἀποθρίξασθαι de los monjes tonsurarse Procop.Arc.1.37, 3.29, Pers.2.30.53.

2 matar, destrozar μνηστῆρας Nonn.D.48.96, δράκοντας ... ἀπέθρισε ... θύρσῳ Nonn.D.32.140, cf. quizá Archil.203.12.

3 fig. romper ἶνας ... μεδέων Archil.225; cf. ἀποθερίζω.