ἀποθριγκόω
• Alolema(s): ἀποτριγχόω Procop.Aed.4.2.3, 4.9.17, 5.7.7, 16, 6.6.63
1 dotar de un borde o alero
τὸν τοῖχον ἀνοικοδομήσαντ[ι] ... κα[ὶ ἀπ]οθρι(γ)κώσαντιIG 11(2).144A.84 (Delos IV a.C.).
2 amurallar
φρούριαProcop.Aed.2.4.14
•op. τειχίζω ‘levantar un muro simple’,
οὐ τετειχισμένα τὰ ὄρη ... ἀλλ' ἀποτετριγχωμέναProcop.Aed.4.2.3.