ἀποθλίβω
• Prosodia: [-ῑ-]
I
μάστιγι ... τὸ νῶτονE.Cyc.237.
2 extirpar
τοὺς ὄρχειςArist.HA 632a17
•separar
κηρίονI.AI 6.118
•exprimir
ὑπόστασινThphr.Od.29, en v. pas.
τούτους (βότρυς)I.AI 2.64, cf. Nic.Fr.86,
τὸν ἐκ τοῦ βότρυος ἀποθλιβόμενον οἶνονD.S.3.62
•expulsar
με τῆς οἰκείας ... χώραςLuc.Iud.Voc.2
•en v. pas.
τὸ γλυκαινόμενον ... ἀποθλιβόμενον ἔρχεται ἐς τοὺς μαζούςHp.Nat.Puer.21.4.
3 eliminar una letra de en medio de una palabra, A.D.Adu.185.3.
II
εἴσω ἐκ τοῦ ὀμφαλοῦArist.HA 587a22,
τὰ κράσπεδ'Diph.43.29,
τὸν πόδαLXX Nu.22.25,
οἱ ὄχλοι ... σεEu.Luc.8.45, en v. pas. de una serpiente, Nic.Th.314
•exprimir
τὴν κράμβην τὴν λείανDieuch.18, cf. Hsch.
2 fig. oprimir
ὃν (ἀποθλιμμόν) ... αὐτούςAq.Ex.3.9, cf. Sm.Id.10.12, en v. pas. del cosmos
οὐκ ἐξ ἀνάγκης ἀποτεθλιμμένον ἀλλὰ λόγῳ διακεκοσμημένονPlu.2.928a,
ἀποθλιβέντες τῷ μηθενὸς δικαίου ἀντέχεσθαιUPZ 162.2.13 (II a.C.)
•reducir al hambre
τὴν πόλινWilcken Chr.1.11A9 (II a.C.).