< ἀπόθλιμμα
ἀπόθλιψις >
ἀποθλιμμός
,
-οῦ, ὁ
opresión
ἑώρακα σὺν (
sic
) τὸν ἀποθλιμμὸν ὃν οἱ Αἰγύπτιοι ἀποθλίβουσιν αὐτούς
Aq.
Ex
.3.9.