ἀποθηλύνω
1 afeminar fig. debilitar
τὸν ἄνθρωπονPlu.Ant.53,
τὰς ὀσμάςThphr.Od.66,
τὸν ἄκρατονPlu.2.692c
•en v. med.-pas. afeminarse, relajarse
τὰς ψυχὰς ἀποθηλυνθέντες ἠλλάξαντο τὸν τῶν γυναικῶν βίονClearch.43a,
τοὺς ... ἀνθρώπους οὐκ ἐβούλοντο ... ἀποθηλύνεσθαιPlb.32.13.6.
2 en v. med.-pas. nacer femenina de plantas, Thphr.HP 7.4.3.