ἀποθεόω
1 deificar, divinizar c. ac. de pers.
ἀποθεοῦν Ἀλέξανδρον ἐβουλήθηPlb.12.23.4,
ἀνθρώπουςPlu.2.210d, cf. Num.6, Clem.Al.Prot.10.96, OGI 611.6, en v. pas.
Γανυμήδης ... ἀποθεούμενοςNicol.Com.1.35,
ἡ Πειθὼ ... διὰ τὴν φιλοσοφίαν ἀπεθεώθηPhld.Rh.1.269.5.
2 en magia ahogar un animal liberando así el elemento divino
καὶ λαβὼν ἱέρακα ... ἀποθ[έ]ωσον εἰς [γάλαPMag.1.5, cf. 7.629,
ἰέρακα ἐν ὔδατιAfric. en Sch.Tz.H.9.154.
3 consagrar
ἀπεθέωσα τὴν λάρνακαIGR 3.1480.4 (Iconion III d.C.).