ἀποθερίζω
1 cortar
τὰ ἄκρα τῆς οὐρᾶςApollod.1.9.22 (var.)
•tonsurar Cyr.S.V.Euthym.3 (p.10.20).
2 matar, destruir c. ac. de pers.
ἀπεθέρισα τοὺς προφήταςLXX Os.6.5,
πάντας ἀποθερίζειν τοὺς ἐπάνω τοῦ τείχους ἑστῶταςApollod.Poliorc.172.14; cf. ἀποθρίζω.