< ἀποθείνω
ἀποθείωσις >
ἀποθειόω
1
bendecir
λόγον
Philostr.
Im
.2.16.
2
deificar
,
divinizar
ἀποθειουμένων ἱερῶν ζῴων
IFayoum
116.27 (I a.C.), cf.
AP
12.177.