ἀποθειάζω
I c. ac.
1 divinizar c. ac. de pers.
αὐτόνThem.Or.20.239d.
2 mirar como cosa divina
οἱ πάντες Ἑβραίων θεολόγοι ... τὴν τρίτην καὶ ἁγίαν δύναμιν, ἅγιον πνεῦμα προσειπόντες ἀποθειάζουσινEus.PE 7.15.10.
II nombrar encomiásticamente c. ac. pred.
Εὐσέβιος ... ὃν οὗτος ἀποθεάζει μέγανPhilost.HE 1.9.