< ἀποϜηλέω
ἀποθαμβέομαι >
ἀποθαλασσόω
convertir en mar
τὸν Ἄθω ... οὗ τὸν αὐχένα διορύξας ἀπεθαλάσσωσεν
Eust.
in D.P
.511.