ἀποζέω


I 1tr. hervir σίλουρον ἢ λεβίαν Diph.17.9, κρέα ... ἀποζέσαντες IG 12(7).515.78 (Amorgos).

II intr.

1 fermentar ἡ ληνὸς πεμπταία ἀπέζεσεν BGU 1549 (III a.C.), cf. 1550
fig. οἶνον τὸν νέον πολλή 'στ' ἀνάγκη καὶ τὸν ἄνδρ' ἀποζέσαι Alex.45.3.

2 fig. cesar de fermentar, de bullir las pasiones, Gr.Nyss.V.Mos.56.12.