ἀποδῐκεῖν
inf. de ἀπέδικον, aor. sin pres. arrojar
πάρες ἀπ' ὀμμάτων πέπλον, ἀπόδικεE.HF 1205
•abs.
ἀπέδικεςarrojaste e.d. derrocaste (a Agamenón), A.A.1410.
πάρες ἀπ' ὀμμάτων πέπλον, ἀπόδικεE.HF 1205
ἀπέδικεςarrojaste e.d. derrocaste (a Agamenón), A.A.1410.