ἀποδύρομαι
1 lamentar c. ac.
ταῦτ'IG 12.976 (VI a.C.),
τύχαςA.Pr.637,
ἐμαυτὴν καὶ γένος τὸ πᾶνS.El.1122,
τὰ συμβάνταD.55.24,
τὰ προσήκονθ'D.60.37,
τὴν ἑαυτοῦ ἀπώλειανTheopomp.Hist.350,
τὴν ἀκλεῆ τῶν ἀδελφῶν ταλαιπωρίανLXX 3Ma.4.12
•c. ac. y πρός c. ac. lamentar algo ante
πρὸς τὤγαλμα ἀποδύρεσθαι οἷα κινδυνεύει παθεῖνHdt.2.141,
τὰ πλεῖστα πρὸς ὑμᾶςD.45.57.
2 abs. lamentarse Pl.R.606a, Plu.2.455c, BGU 836.7 (VI d.C.)
•c. ἐπί c. gen. lamentarse de Melit.Pass.27.p.5.2.