< 2 ἄποδος
ἀπόδοσις >
ἀποδόσιμος
,
-ον
1
restituido
,
devuelto
ἀ. γένοιτο
Sch.Th.3.52.
2
subst. τὸ ἀποδόσιμον
recibo
,
PSI
237.3 (V/VI d.C.).