ἀποδάσμιος, -ον
1 separado del resto de la metrópoli
ΦωκέεςHdt.1.146,
γένος ... ἐκ τοῦ Εὐρωπαίου ἀποδάσμιονD.C.Epit.9.20.14, cf. Hsch.
2 proporcionado
αἶσαOpp.H.5.444.
ΦωκέεςHdt.1.146,
γένος ... ἐκ τοῦ Εὐρωπαίου ἀποδάσμιονD.C.Epit.9.20.14, cf. Hsch.
αἶσαOpp.H.5.444.