< ἀποδυσπέτημα
ἀποδυσφορέω >
ἀποδυσπέτησις
,
-εως, ἡ
desánimo
,
desesperación
Corn.
ND
35,
ἡ ψυχὴ πρὸς ἀποδυσπέτησίν ἐστιν ἕτοιμος
Chrys.M.63.147.