< ἀπόδρησις
ἀπόδρομος >
ἀποδρομή
,
-ῆς, ἡ
1
puerto de poco calado
,
refugio
σκάφαις
Peripl.M.Rubri
3.
2
huída
fig.
τὴν ἀχάλινον ἀποδρομὴν ... εἰς ... ἐπιθυμίας
Cyr.Al.M.68.381C.