< ἀπόδοξος
1 ἄποδος >
ἀποδορά
,
-ᾶς, ἡ
desuello
τοῦ δέρματος
Agathin. en Orib.10.7.18, abs.
PGen
.111 en
AfP
2.2, Const.Diac.
Laud
.M.88.516A.