ἀποδιώκω
1 tr. alejar, echar, expulsar
τὸ καθ' ἑαυτούςTh.3.108,
τοὺς ἐκεῖTh.6.102,
σαυτόνAr.Nu.1296,
τοῦτονArist.HA 614a16,
τὸ λυποῦνMen.Fr.340,
τὸ καρταῖ[ποςICr.1.8.5b4 (Cnoso III a.C.),
τοὺς ἄλλουςD.P.Au.1.5,
τοὺς ὄρνειςD.P.Au.3.5,
ἀπεδίωξαν (αὐτούς) ἀπὸ τοῦ τείχουςPlb.1.43.6,
πάντα πυρετόνPOxy.1151.32 (V d.C.)
•perseguir, acosar
ἡμᾶςLXX La.3.43.
2 intr. moverse
ἡ πύκνωσις ἐπὶ τὰ κάτω ἀποδιώκειOlymp.in Mete.43.2
•en v. med. galopar
εἰ δὲ ἀποδιώκοιτο ὁ ἵπποςAët.3.7.