< ἀποδιϋλίζω
ἀποδιφθερόομαι >
ἀποδιϋλισμός
,
-οῦ, ὁ
clarificación
,
purificación
οὐχ ὅτι παρ' ὑμῖν μερισμὸν εὗρον, ἀλλ' ἀποδιϋλισμόν
Ign.
Phil
.3.1.