ἀποδιωθέω


1 empujar la matriz, Hp.Mul.2.201, τὴν τροφὴν εἰς τὸ κύτος τῆς κοιλίας Hices. en Ath.87d, cf. Aspasia en Aët.16.72.

2 en v. med. echar fuera αἱ μέλισσαι τοὺς τῷ μύρῳ χρωμένους καὶ εἰσίοντας τύπτουσαι ἀποδιωθοῦνται Ar.Byz.Epit.10.9
fig. apartar de sí τὴν ἀλήθειαν Clem.Al.Strom.7.16.103, ἁγνείαν Meth.Symp.9.4 (p.119.8).