< ἀπόδικος
ἀποδίομαι >
ἀποδινέω
• Morfología:
[3.
a
plu. subj. ἀποδίνωντι
TEracl
.1.102]
trillar
τὸν σίτον
Hdt.2.14, abs.
TEracl
.l.c.