ἀποδιαστέλλω


1 repartir, distribuir μοι τὴν γῆν PMerton 5.14 (II a.C.), τῷ λαῷ ... τὴν γῆν LXX Io.1.6, cf. PTeb.740.30 (II a.C.), ἀποδιεσταλμένων κωμῶν UPZ 196.22 (II a.C.)
mat. separar τὰς πλευράς de un triángulo, Hero.Geom.422.16.

2 condenar τὸ δὲ θυσιαοτήριον τοῖς ἀποδιεσταλμένοις ἀπὸ τῶν νόμων ἀθεμίτοις ἐπεπλήρωτο LXX 2Ma.6.5.