< ἀποδιαστολή
ἀποδιατηρέω >
ἀποδιαστρέφω
desviar
,
embaucar
πολλοὺς δὲ καὶ γόητες ἄνθρωποι ... ἀποδιαστρέφουσι
Phld.
Lib
.p.29.