< ἀποδιασείω
ἀποδιάστασις >
ἀποδιασπάω
arrancar
,
separar
fig.
οἱ Γνωστικοὶ τῆς σαρκὸς ἀποδιασπῶντες τὸν Λόγον
Hippol.M.10.868B.