ἀποδημέω
• Alolema(s): dór. -δᾱμέω Pi.P.10.37
• Morfología: [perf. ἀπεδημηκότες Hermipp.66]
1 ausentarse, estar ausente, viajar por el extranjero c. ac. int.
ἀποδημῆσαι ... ἀποδημίανE.Ep.5.58, abs.
οὐκ ἐξεῖναί φησιν ἀποδημεῖν τοῖς ΛακεδαιμονίοιςArist.Fr.543, cf. SEG 26.691.5,
ἀπεδήμησε ἔτεα δέκαHdt.1.29,
τὸ ἀποδημεῖνPMich.629.13 (II d.C.), POxy.2727.13,
ἑταῖρος ἀποδημῶνHierocl.Facet.17, cf. X.Cyr.8.5.1, Aen.Gaz.Ep.3
•c. ἐκ o ἀπό y gen.
ἐκ τῆς πόλεωςPl.Cri.53a, cf. Lys.3.10,
ἀπὸ τῆς πατρίδοςD.L.8.2,
ἀπὸ ... τῆς ἑωυτῶν ἀποδημέοντεςHdt.9.117
•c. ἐκ y gen. y εἰς y ac.
ἐκ τοῦ ἄστεος ... εἰς τὴν ὑπερορίανPl.Phdr.230c
•c. adv. de direcc. viajar
ποῖ γῆς ἀπεδήμεις;Ar.Ra.48,
ἀ. οὐδαμόσεPl.R.579b,
μέλλοντα ἐκεῖσε ἀποδημεῖνPl.Phd.61d
•c. prep. de ac. estar ausente para, de donde ausentarse, marchar (para el extranjero)
παρὰ τὸν ὈροίτεαHdt.3.124,
εἰς ΘετταλίανPl.Cri.53e, de un muerto
ἐνθένδε εἰς ἄλλον τόπονPl.Ap.40e,
εἰς ΘρᾴκηνIs.2.6,
κατ' ἐμπορίανLycurg.57,
εἰς χώραν μακράνEu.Luc.15.13,
εἰς ῬόδονHierocl.Facet.126, cf. Hdt.8.84
•c. παρά y dat.
ἀ. παρὰ βασιλεῖestar junto al rey D.49.29.
2 en gener. estar ausente abs.
πάσαισι ὑμῖν ἐστὶν ἀποδημῶν ἀνήρtodas vosotras tenéis un marido ausente Ar.Lys.101, c. gen.
οἰκίαςPl.Lg.954b, c. πρός y ac.
πρὸς τὰ ἱεράpara hacer sacrificios X.HG 4.7.3
•fig.
μοῦσα οὐκ ἀποδαμεῖ τρόποις ἐπὶ σφετέροισιPi.P.10.37,
ὁ νοῦς ... παρὼν ἀποδημεῖAr.Eq.1120,
καὶ ἀποδημεῖν ἐνίοτε λέγει εἰς τὴν ἀπειρίηνHp.Ep.10.
3 morir
τῆς σαρκὸς ἀ.Mart.Pol.2.2,
τοῦ βίουClem.Al.Strom.7.11.64.