< ἀποδεσμεύω
ἀπόδεσμος >
ἀποδεσμέω
atar fuertemente
δεσμοῖς καρτεροῖς ἀ. τὸν Θάνατον
Pherecyd.119,
τὴν ἄνω γένυν
Ar.Byz.
Epit
.143.14, cf. Olymp.
in Mete
.96.7.