< ἀποδερματισμός
ἀποδερτρόω >
ἀποδερματόομαι
1
pelarse
la cubierta de cuero de un escudo
ὑπὸ ... τῶν ὄμβρων
Plb.6.25.7.
2
tard. en act.
desollar
τὴν κεφαλήν μου τῷ ξίφει
Zos.Alch.p.108.