< ἀποδεικτικός
ἀποδειλίασις >
ἀποδεικτός
,
-ή, -όν
1
demostrable
αἴτημα
Arist.
APo
.76
b
33, cf. 90
b
10.
2
demostrado
τὸ ἐπιστητὸν
Arist.
EN
1140
b
35.