< ἀπογυιόω
ἀπογυμνόω >
ἀπογυμνάζω
ejercitar
,
entrenar
στόμα
A.
Th
.441,
αὑτούς
Arist.
HA
624
a
25,
ἑαυτοὺς ἐς τὰς μάχας
Philostr.
Im
.2.6.